- προξενῇ
- προξενέωto bepres subj mp 2nd sgπροξενέωto bepres ind mp 2nd sgπροξενέωto bepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοιρολογήτρα — και μοιρολοήτρα και μυρολογήτρα, η (Μ μοιρολογήτρια και μοιρολοήτρα) 1. η μοιρολογίστρα, η γυναίκα που θρηνεί τους νεκρούς, συνήθως με αμοιβή 2. (για τρυγόνα) αυτή που εκβάλλει θρηνητικές κραυγές («τρυπανορούθουνη τρυγόνα ξερασμένη, μοιρολογήτρα… … Dictionary of Greek
παντρολογήστρα — η γυναίκα που κάνει συνοικέσιο, η προξενήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παντρολογησ , πρβλ. αόρ. παντρολόγησ α, τού παντρολογώ + κατάλ. τρα (πρβλ. προξενή τρα)] … Dictionary of Greek